- ισθμώδης
- ἰσθμώδης, -ῶδες (Α) [ισθμός]ισθμοειδής*, όμοιος με ισθμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἰσθμωδέστατον — Ἰσθμώδης masc acc superl sg Ἰσθμώδης neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμωδέστατον — ἰσθμώδης masc acc superl sg ἰσθμώδης neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμῶδες — Ἰσθμώδης masc/fem voc sg Ἰσθμώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμῶδες — ἰσθμώδης masc/fem voc sg ἰσθμώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσθμώδους — Ἰσθμώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσθμώδους — ἰσθμώδης masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek